-
1 короткий
короткий κοντός, βραχύς σύντομος (краткий)' бег на \короткийие дистанции о δρόμος μικρών αποστάσεων, ο δρόμος ταχύτητας* на \короткийое время για λίγο καιρό* * *κοντός, βραχύς; σύντομος ( краткий)бег на коро́ткие диста́нции — ο δρόμος μικρών αποστάσεων, ο δρόμος ταχύτητας
на коро́ткое вре́мя — για λίγο καιρό
-
2 короткий
коро́тк||ийприл βραχύς, σύντομος:\короткий ответ ἡ λακωνική ἀπάντηση· \короткий путь ὁ σύντομος δρόμος· \короткийое дыхание τό λαχάνιασμα· \короткийие волосы τά κοντά μαλλιά· \короткийая волна радио τό βραχύ κϋμα· \короткийое замыкание эл. τό βραχυκύκλωμα· ◊ \короткийая память ἡ ἀδύνατη μνήμη· \короткийая расправа ἡ ΥΡήγορη τιμωρία· \короткийое знакомство ἡ στενή γνωριμία, οἱ φιλικές σχέσεις· быть с кем-л. на \короткийой ноге разг 'έχω στενές σχέσεις μέ κάποιον. -
3 кратковременный
кратковременныйприл βραχύς, σύντομος, λιγόχρονος:\кратковременныйые дожди παροδικές (σποραδικές) βροχές. -
4 сокращенный
сокращенн||ый1. прич. от сокращать·2. прил (сжатый) βραχύς, σύντομος, συνοπτικός. -
5 короткий
[καρότκιϊ] εκ. βραχύς, σύντομος -
6 короткий
[καρότκιϊ] επ βραχύς, σύντομος -
7 небольшой
επ.,.1. ούτε μεγάλος ούτε μικρός, μέτριος•-ая комната μέτριο δωμάτιο.
|| ολιγάριθμος•небольшой военный отряд μικρό στρατιωτικό τμήμα•
небольшой тираж μικρός αριθμός αντιτύπων.
|| (για χρόνο) βραχύς, σύντομος•небольшой срок μικρή προθεσμία.
2. ασήμαντος•-ая польза μικρή ωφέλεια•
-ая беда μικρό κακό.
|| μέσος, μέτριος• κοινός• της αράδας•небольшой артист καλλιτέχνης της αράδας.
3. όχι και τόσο μεγάλος ή όχι και τόσο•небольшой любитель театра όχι και τόσο θεατρόφιλος.
εκφρ.с -им – και κάτι παραπάνω, επί πλέον, παραπανίσια•за -им д-лом – βλ. εκφρ. στη λ. дело (за малым делом). -
8 Succinct
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Succinct
-
9 Short
adj.At so short a distance: P. διὰ τοσούτου.Concise: P. and V. σύντομος, βραχύς.Of stature: P. and V. μικρός, σμικρός.Deficient: P. and V. ἐνδεής, P. ἐλλιπής.Except: P. and V. πλήν (gen.).Less than: with numerals use participle, P. δέων (gen.).Come short, v.: P. ἐλασσοῦσθαι; see also lack.Come short of.Be deficient in: P. and V. ἐλλείπειν (gen.), ἀπολείπεσθαι (gen.), V. λείπεσθαι (gen.).Fall short of, be inferior to: P. ἐλλείπειν (gen.), ὑστερίζειν (gen.), ὑστερεῖν (gen.), P. and V. ἡσσᾶσθαι (gen.), λείπεσθαι (gen.) (rare P.).They reflected how far they had fallen short of their covenant: P. ἐσκόπουν ὅσα ἐξελελοίπεσαν τῆς συνθήκης (Thuc. 5, 42).If you persist in sitting idle, letting your zeal stop short at murmuring and commending: P. εἰ καθεδεῖσθε ἄχρι τοῦ θορυβῆσαι καὶ ἐπαινέσαι σπουδάζοντες (Dem. 109).At short notice P. and V. φαύλως; see off-hand.In short: see Shortly.To sum up: P. ὅλως, P. and V. ἁπλῶς.Cut short, abridge, v.: P. and V. συντέμνειν.To cut a long story short: P. ἵνα, ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰπεῖν, συντέμω.Cut short, shorten: P. and V. συντέμνειν, συστέλλειν, κολούειν.Short of breath: V. δύσπνους.Short comings, subs.: P. ἐλλείματα, τά.You will make up for your past short comings: P. τὰ κατερρᾳθυμημένα πάλιν ἀναλήψεσθε (Dem. 42).Short cut: P. ἡ σύντομος (Xen.).By the shortest cut: P. τὰ συντομώτατα (Thuc. 2, 97).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Short
-
10 краткий
краткий в рази. знач. σύντομος· βραχύς· περιληπτικές (сжатый)' \краткий ответ η λακωνική απάντηση· \краткийое описание η σύντομη περιγραφή* * *в разн. знач.σύντομος; βραχύς; περιληπτικός ( сжатый)кра́ткий отве́т — η λακωνική απάντηση
кра́ткое описа́ние — η σύντομη περιγραφή
-
11 краткий
кратк||ийприл1. σύντομος, βραχύς / λακωνικός (лаконичный):\краткийое изложение ἡ σύντομη ἔκθεση· в \краткийих словах περιληπτικά, ἐν περνλήψει· быть \краткийим εἶμαι σύντομος·2. лингв. βραχύς:\краткий гласный τό βραχύ φωνήεν. -
12 короткий
1. (по длине) κοντός, βραχύς 2. (по времени) σύντομος, μικρός 3. (немногословный, краткий) σύντομος 4 (быстрый, решительный) γρήγορος, απότομος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > короткий
-
13 краткий
επ., βρ: -ток, -тка, -тко; кратчайший.σύντομος, βραχύς•-ая речь σύντομη ομιλία•
-ое описание σύντομη περιγραφή•
-ая биография σύντομη βιογραφία•
постараться быть -им θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος.
εκφρ.- ие и долгие гласные – βραχέα και μακρά φωνήεντα•- ие прилагательные – βραχέα επίθετα•«Й» -ое – «ι» βραχύ (μισοφωνήεν). -
14 короткий
επ., βρ: короток κ. короток, коротки, коротко, короткоκ. коротко, коротки, коротки κ. коротки; короче.1. κοντός, βραχύς•-ие ноги κοντά πόδια•
-ие волосы μικρά μαλλάκια•
платье коротко το φόρεμα είναι κοντό•
-ие брюки κοντό παντελόνι•
короткий путь κοντινός δρόμος•
-ое дыхание λαχάνιασμα•
-ое пальто κοντό πανωφόρι.
|| χαμηλός•-ая трава χαμηλά χόρτα.
2. σύντομος• μικρός•зимой дни -ие το χειμώνα οι μέρες είναι μικρές•
короткий срок σύντομη προθεσμία•
короткий разговор σύντομη συνομιλία.
|| γρήγορος, απότομος•удар απότομο χτύπημα.
|| συνοπτικός•-ая расправа συνοπτική διαδικασία (χωρίς πολλές διατυπώσεις).
3. στενός, φιλικός•-ие отношения στενές σχέσεις•
-ое знакомство γνωριμία από κοντά.
εκφρ.- ая волна – βραχύ κύμα (ραδίου)•- ая память – βραχεία μνήμη•руки коротки у тебя – κ.τ.τ. τα χέρια σου είναι κοντά (είσαι ανίσχυρος, ανίκανος να τα βάλεις με μένα)•короткий ум ή ум короток – στενός, περιορισμένος νους•в -их словах – συνοπτικά, σύντομα, κοντολογής•на -ой ноге – σε στενές (φιλικές) σχέσεις. -
15 недалёкий
επ., βρ: -лк, -лека, -леко κ. -лко, πλθ. -леки κ. -лки; недальше.1. μη μακρινός κοντινός, σιμοτινός•-ая деревня κοντινό χωριό.
|| (για απόσταση) σύντομος, μικρός, βραχύς•-ое путешествие μικρό ταξίδι•
недалёкий путь μικρός δρόμος.
2. πρόσφατος, ο εγγύς•-ое прошлое πρόσφατο παρελθόν•
-ое будущее το εγγύς μέλλον.
3. (με σημ. κατηγ.) κοντεύω, πλησιάζω είμαι έτοιμος.4. (για συγγένεια) κοντινός•-ие родственники οι κοντινοί συγγενείς.
5. περιορισμένος (κατά την αντίληψη), ευήθης, μωρός.εκφρ.- го ума – περιορισμένης αντίληψης, κοντόφθαλμος. -
16 недолгий
επ., βρ: -долог, -долга, -долго; μικρός, κοντός, σύντομος, βραχύς•-ое время σύντομο χρονικό διάστημα•
после -ого колебания ύστερα από μικρή ταλάντευση.
-
17 сокращённый
επ. από μτχ.σύντομος, συνοπτικός, βραχύς. || μειωμένος, ελαττωμένος. || συντετμημένος•-ое слово συντετμημένη λέξη.
-
18 Brief
subs.Hold a brief for: see Advocate.——————adj.Brief of speech: P. βραχύλογος.Concise: P. and V. σύντομος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Brief
-
19 Compendious
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Compendious
-
20 Concise
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Concise
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βραχύς — εία, ύ (AM βραχύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, κοντός 2. (για χρόνο) σύντομος 3. «βραχεία συλλαβή» ή «βραχύ φωνήεν» συλλαβή ή φωνήεν των οποίων η προφορά διαρκεί συντομότερο χρόνο από άλλες συλλαβές ή φωνήεντα αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek
σύντομος — η, ο / σύντομος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύντομος A 1. ο μικρής διάρκειας ή απόστασης, βραχύς (α. «σύντομος δρόμος» β. «σύντομο διάλειμμα» γ. «ἀλλ ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη», Αριστοφ.) 2. βραχυλογικός, λακωνικός, συνοπτικός (α. «σύντομη… … Dictionary of Greek
βραχύς, -εία, -ύ — επίρρ. βραχέως 1. κοντός: Παρόλο που ήταν αξιωματικός του στρατού, είχε εξαιρετικά βραχύ ανάστημα. 2. σύντομος: Όλα έγιναν σε βραχύ χρονικό διάστημα. 3. φρ., «βραχέα φωνήεντα», τα ο, ε· «βραχέα κύματα», κατηγορία ραδιοφωνικών κυμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επίτομος — Χαρακτηρισμός συνοπτικού, επιστημονικού κυρίως, συγγράμματος. Ονομάζεται και επιτομή. * * * η, ο (AM ἐπίτομος, ον) [επιτέμνω] σύντομος, περιληπτικός («επίτομη ιστορία τής Ελλάδας») μσν. φρ. «ἐν ἐπιτόμῳ» σύντομα, περιληπτικά αρχ. 1. συντετμημένος … Dictionary of Greek
παύρος — ον, Α (χωρίς θηλυκό βλ. παυράς) 1. μικρός, βραχύς («παύρῳ δ ἔπει θήσω φανέρ «, Πίνδ.) 2. (για χρόνο) λίγος, μικρός, βραχύς, σύντομος, γοργός («παῦρον τέλος βιότοιο», Εμπ.) 3. (ποιητ.) λίγος («παῦροι ἄνδρες», Θέογν.) 4. (το ουδ. εν. ως επίρρ.)… … Dictionary of Greek
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
κοντός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 178 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. * * * (I) ή, ό (ΑM κοντός και κονδός, ή, όν) αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, ο… … Dictionary of Greek
άμακρος — η, ο [μάκρος] αυτός που δεν έχει μάκρος, βραχύς, κοντός, σύντομος … Dictionary of Greek
βραχυρρήμων — βραχυρρήμων, ον (Α) βραχυλογικός, σύντομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + ρήμων < ρήμα «λόγος» (πρβλ. μεγαλορρήμων, κακορρήμων)] … Dictionary of Greek
ευπερίγραφος — η, ο (ΑΜ εὐπερίγρα φος, ον) 1. αυτός που είναι εύκολο να παρασταθεί σε σχήμα ή που περιγράφεται εύκολα 2. αυτός που έχει ωραίες τις εξωτερικές γραμμές, ωραίο σχήμα, ωραίο περίγραμμα 2. σύντομος, βραχύς. επίρρ... εὐπεριγράφως (Α) με ωραίο… … Dictionary of Greek